- γαλακτερός
- και γαλαχτερός και γαλατερός, -ή, -ό1. ο γεμάτος γάλα2. ο κατασκευασμένος από γάλα3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτεράγλυκίσματα ή φαγητά με κύριο συστατικό το γάλα.
Dictionary of Greek. 2013.