γαλακτερός

γαλακτερός
και γαλαχτερός και γαλατερός, -ή, -ό
1. ο γεμάτος γάλα
2. ο κατασκευασμένος από γάλα
3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό
4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά
γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο συστατικό το γάλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαλακτερός — γαλακτερός, ή, ό και γαλαχτερός, ή, ό και γαλατερός, ή, ό 1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nasos Galakteros — (AKA Athanasios Galakteros) (Greek: Νάσος Γαλακτερός; born June 15, 1969 in Athens, Greece) is a retired Greek professional basketball player. He started his career from Amyntas BC and later he played for AEK BC. He was a Greek Cup finalist in… …   Wikipedia

  • Nasos Galakteros — Fiche d’identité Nationalité …   Wikipédia en Français

  • γαλατερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Dictionary of Greek

  • πολυγαλακτώ — έω, Α [πολυγάλακτος] έχω άφθονο γάλα, είμαι γαλακτερός …   Dictionary of Greek

  • γαλατερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλαχτερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”